Η Ελλάδα αποτελεί τη δεύτερη ορεινότερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με το 70% του εδάφους της να είναι ορεινό και το 66,3% των δήμων και κοινοτήτων της να χαρακτηρίζονται ως ορεινοί και ημιορεινοί. Η ορεινή Ελλάδα, καρδιά και καταφύγιο του ελληνισμού τους τελευταίους πέντε αιώνες, υπέστη τέσσερα δραματικά πλήγματα στο τελευταίο μισό του εικοστού αιώνα. Αρχικά ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, που θέατρό του ήταν τα βουνά της Βόρειας Ελλάδας και ειδικότερα της Ηπείρου, στη συνέχεια ο Εμφύλιος και μετά τα δύο συνεχόμενα «τσουνάμι», της μετανάστευσης το ’60, και της αστυφιλίας το ’70, στράγγιξαν τη ζωή από τις ορεινές περιοχές, έκαναν την ορεινή Ελλάδα παρία των οικονομικών, τεχνολογικών και πολιτιστικών εξελίξεων.
Αυτό επισώρευσε πολλά και βαθιά προβλήματα. Είχε όμως και μια θετική συνέπεια. Κράτησε την ορεινή Ελλάδα σχετικά μακριά από μια μονοδιάστατη ανάπτυξη, η οποία
«φτηναίνει» όλες τις αξίες και καταστρέφει αλόγιστα και ασυλλόγιστα το περιβάλλον, υποτάσσοντάς τα στην υπέρτατη αρχή της κερδοφορίας. Έτσι, ο σύγχρονος άνθρωπος
μπουχτισμένος από την πολλαπλώς ρυπαρή ζωή των πόλεων στρέφει τη ματιά του ξανά στα βουνά, αναζητώντας την ομορφιά της ανέγγιχτης φύσης, τις καθαρότερες και αυθεντικότερες
σχέσεις των κατοίκων των ορεινών κοινωνιών. Επιστρέφει, όμως, με σεβασμό στην
πολύτιμη φυσική και κοινωνική κληρονομιά των βουνών ή ως κακότροπος καταναλωτής, έτοιμος να σπαταλήσει, να λερώσει, να καταστρέψει την ομορφιά αυτή; Και οι ορεινοί πληθυσμοί θα διεκδικήσουν μια ισόρροπη και ολοκληρωμένη ανάπτυξη με κέντρο τις ανθρώπινες ανάγκες ή θα υποταχτούν στο δέλεαρ μιας «ανάπτυξης», η οποία γρήγορα θα εξαντλήσει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των ορεινών περιοχών, σπρώχνοντας τες βαθύτερα στο περιθώριο;
Αντανάκλαση της εγκατάλειψης της ορεινής Ελλάδας είναι η μέχρι πρότινος παντελής απουσία συστηματικής εκπαίδευσης σε ζητήματα που σχετίζονται με το περιβάλλον και τις κοινωνίες των ορεινών περιοχών. Σε αντίθεση με άλλες ορεινές χώρες του κόσμου, όπως για παράδειγμα η Αυστρία, η Ιταλία, η Ελβετία, ο Καναδάς, το Νεπάλ, κ.λπ, όπου έχουν αναπτυχθεί προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών για τις ορεινές περιοχές, στην Ελλάδα εμφανίζονται μόνο κάποιες σποραδικές και ασύνδετες προσπάθειες μελέτης προβλημάτων των ορεινών περιοχών.
Στο πλαίσιο αυτό το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο ανέλαβε την ιστορική πρωτοβουλία δημιουργίας του Δ.Π.Μ.Σ. «Περιβάλλον και Ανάπτυξη των Ορεινών Περιοχών».
Το συγκεκριμένο μεταπτυχιακό πρόγραμμα εμφανίζει τα ακόλουθα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά:
- Η εκπαίδευση στήνεται με άξονα τα πραγματικά προβλήματα των ορεινών κοινωνιών, όπως αυτά διοχετεύονται από ένα δίκτυο επαφών με τους ορεινούς Δήμους και Κοινότητες της Ελλάδας. Στους μεταπτυχιακούς φοιτητές, αλλά και στους καθηγητές - εκπαιδευτές τους, καλλιεργείται η φιλοδοξία να αποδείξουν τις ικανότητές τους, το επιστημονικό «μπόι» τους, συγκρινόμενοι με τα γιγαντιαία πραγματικά προβλήματα, όχι τις «επιστημονικές σπαζοκεφαλιές». Για το σκοπό αυτό ανατίθεται πλήθος εργασιών που εστιάζουν σε ειδικά προβλήματα των ορεινών περιοχών, ενώ αξιοποιείται στο μέγιστο βαθμό το γεγονός ότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα
πραγματοποιείται στην καρδιά της ορεινής Ελλάδας, στο Μέτσοβο, έναν τόπο εξαιρετικά πλούσιο σε φυσικό και πολιτισμικό περιβάλλον.
- Πολυθεματικός χαρακτήρας-Ολιστική προσέγγιση. Τα προβλήματα των ορεινών περιοχών είναι περίπλοκα ως προς τη φύση τους και απαιτούν τη συνέργεια πολλών και
διαφορετικών ειδικοτήτων. Για το σκοπό αυτό, αναπτύσσεται ένα κοινό θεωρητικό
υπόβαθρο για το χαρακτήρα των ορεινών περιοχών με έντονο το στοιχείο της ολιστικής προσέγγισης, το οποίο προετοιμάζει το έδαφος για την αρμονική συναρμογή των διαφορετικών ειδικοτήτων. Ο στόχος αυτός δεν είναι απλός και η επίτευξή του απαιτεί συστηματική δουλειά. Ανάμεσα στα άλλα, πρέπει να αναπτυχθεί μια κοινή γλώσσα μεταξύ των συμμετεχόντων, η οποία θα αντιμετωπίζει τη «Βαβέλ» της υπερεξειδίκευσης.
- Συστηματική διάχυση των αποτελεσμάτων. Κύριος στόχος του μεταπτυχιακού προγράμματος είναι τα αποτελέσματά του να φτάνουν όσο το δυνατόν συντομότερα στους φυσικούς τους παραλήπτες, τις τοπικές κοινωνίες. Δεν πρέπει να μένουν φυλακισμένα και ξεχασμένα σε κάποια backup αρχεία. Για το λόγο αυτό με σεμινάρια, ημερίδες, συνέδρια, θεματικές εκδηλώσεις, άμεσα, τα γεννήματα του μεταπτυχιακού προγράμματος περνούν στις τοπικές κοινωνίες, γίνονται εμβόλια μετασχηματισμού τους.
- Έντονα βιωματικός χαρακτήρας. Ο στόχος δεν είναι οι μεταπτυχιακοί φοιτητές να μάθουν για τις ορεινές περιοχές, αλλά να ζήσουν τις ορεινές περιοχές. Να νοιώσουν την αγριάδα της χειμωνιάτικης ερημιάς των ορεινών χωριών, τη ζεστασιά του καφενείου, να
ακούσουν θρύλους και ιστορίες. Για το σκοπό αυτό οι επισκέψεις είναι οργανικά
στοιχεία της εκπαιδευτικής διαδικασίας, όχι χρήσιμο διάλλειμα. Επίσης, συστηματική είναι η επαφή με ξεχωριστούς ανθρώπους των βουνών (ορειβάτες, λογοτέχνες, καινοτόμους επιχειρηματίες κλπ), των οποίων οι εμπειρίες είναι πολύτιμες.
- Διεθνιστική διάσταση. Παρά το γεγονός ότι βασικό αντικείμενο του Προγράμματος είναι η ορεινή Ελλάδα, το συγκεκριμένο εγχείρημα αποτελεί κομμάτι μιας διεθνούς προσπάθειας για ενίσχυση των ορεινών περιοχών, που ενώνει με ένα αόρατο νήμα την Πίνδο με τα Ιμαλάϊα, το Κιλιμάντζαρο και τις Άνδεις.
Για το ακαδημαϊκό έτος 2009-2010, ως ειδική περιοχή μελέτης επιλέχθηκαν τα Τζουμέρκα. Με πατέρα από το Συρράκο και μάνα από τους Μελισσουργούς, με τις παιδικές μου μνήμες πλημμυρισμένες από την ομορφιά και την αγριάδα των βουνών, είχα κάθε πρόσθετο λόγο να ξεκινήσουμε το μαραθώνιο των ειδικών μελετών που θα εκτελέσει το μεταπτυχιακό πρόγραμμα για τις ορεινές περιοχές της Ελλάδας, από τα Τζουμέρκα.
Από την πρώτη κιόλας στιγμή που καταπιαστήκαμε με το θέμα, συνειδητοποιήσαμε τι το ξεχωριστό προσπαθούσαμε να φέρουμε στην περιοχή. Στην περιοχή δεν λείπουν οι άνθρωποι που αγαπάνε με πάθος τον τόπο τους και δίνουν το σκληρό και όμορφο αγώνα για
το ξαναζωντάνεμά της. Κι αυτό είναι σίγουρα μια μεγάλη δύναμη. Όμως, τα προβλήματα
είναι πολλά και περίπλοκα και οι δυνατότητες κρυμμένες. Γι αυτό, μόνο μια συστηματική, επιστημονική ανάλυση της κατάστασης θα οδηγήσει στον εντοπισμό της άκρης του νήματος για να ξετυλιχθεί το κουβάρι των προβλημάτων, μόνο η αξιοποίηση της τελευταίας λέξης της τεχνολογίας θα μπορέσει να γονιμοποιήσει τις λανθάνουσες δυνατότητες.
Το συναίσθημα θα βάλει τα καύσιμα για το μακρύ δρόμο της αναγέννησης των Τζουμέρκων, αλλά η λογική και η επιστημονική σκέψη πρέπει να χαράξουν το δρόμο. Μόνο έτσι θα τα καταφέρουμε.