Courseworks

Abstract

Σε πολλές ορεινές περιοχές, και κυρίως στην Ήπειρο, υπάρχει ο μύθος της Μονοβύζας, ο οποίος εμφανίζεται σε κείμενα και προφορικές αφηγήσεις. Σε κάθε περιοχή, σχεδόν, εμφανίζεται μια διαφορετική εκδοχή του μύθου, ωστόσο η κεντρική ιδέα διατηρείται παντού: η Μονοβύζα είναι μια γυναίκα πολύ δυνατή, με δυνάμεις πάνω από τις ανθρώπινες. Έχει ένα μόνο στήθος (εξού και το όνομά της) που το ρίχνει πίσω στην πλάτη. Έχει ένα γιο, τον οποίο χάνει, είτε γιατί τον αρπάζει δράκος είτε γιατί τον σκοτώνουν σε μάχη (ανάλογα την εκδοχή). Η Μονοβύζα οργίζεται και εκδικείται καταστρέφοντας με μανία ότι βρεθεί μπροστά της. Είναι τέτοια η δύναμη και ο θυμός της που ξεριζώνει βράχια και τόπους. Ο θρύλος της διατηρείται ζωντανός για πολλές γενιές και το όνομά της είναι δεμένο με τη μεγαλύτερη καταστροφή, το μεγαλύτερο κακό που έχει γίνει. Στο πλαίσιο της εργασίας αυτής, με βάση το μύθο, γράφηκε και εικονογραφήθηκε ένα παραμύθι για παιδιά.

Abstract

Η ανάρτηση των δασικών χαρτών έχει προκαλέσει πολυάριθμα ζητήματα σχετικά με τις υφιστάμενες χρήσεις γης. Εκτάσεις που αποδεικνύονται με αεροφωτογραφίες του 1945 /1960 πως ήταν αγροί, σήμερα εμφανίζονται με δασικό χαρακτήρα. Αίτημα των κατοίκων είναι να αποδοθούν ξανά για γεωργική χρήση. Η ανάπτυξη της αμπελουργίας στην Αμπελουργική Ζώνη της Ζίτσας έχει προσφέρει διεθνή αναγνώριση στις τοπικές ποικιλίες αμπέλου και οι οίνοι της περιοχής έχουν χαρακτηριστεί προϊόντα προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης (ΠΟΠ). Στην παρούσα εργασία με την χρήση των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών ψηφιοποιήθηκαν οι εκτάσεις της Αμπελουργικής Ζώνης Ζίτσας στις οποίες συγκαταλέγονται και οι εκτάσεις που χαρακτηρίζονται δασικές. Έγιναν μη δομημένες συνεντεύξεις με επαγγελματίες Δασολόγους και ερευνήθηκε το ιδιοκτησιακό καθεστώς στην περιοχή ώστε να εντοπιστούν πιθανές λύσεις αποχαρακτηρισμού των δασομένων αγρών.

Abstract

Η Πινακοθήκη Χαρακτικής «Κώστας Μαλάμος» του Δήμου Ζίτσας, αποτελεί την υλοποίηση του οράματός του για την πολιτιστική αποκέντρωση. Ο Μαλάμος υπήρξε σπουδαίος ζωγράφος αλλά και λάτρης της χαρακτικής και συλλέκτης χαρακτικών. Το 1995 γεννήθηκε η ιδέα για την Πινακοθήκη στη Ζίτσα και το 2006 ξεκίνησε η λειτουργία της. Έκτοτε, η συλλογή των χαρακτικών μεγεθύνεται και πλέον δεν επαρκούν οι εκθεσιακοί χώροι. Σημείο αναφοράς αποτελεί το συμπόσιο χαρακτικής το 2013. Ατυχώς, όμως, η Πινακοθήκη πάσχει από την παντελή έλλειψη προσωπικού που την έχει κρατήσει κλειστή για το μεγαλύτερο διάστημα από την ίδρυσή της. Οι αρμόδιοι φορείς θα πρέπει να κινητοποιηθούν προκειμένου να δοθεί μόνιμη και βιώσιμη λύση στο ζήτημα της λειτουργίας της. Η συνεργασία με άλλους φορείς στην Π.Ε. Ιωαννίνων και η προσέλκυση χορηγικών προγραμμάτων θα συμβάλλουν στην ανάπτυξή της. Στο ενδεχόμενο να εξακολουθήσει απαξίωση της, η διοίκηση της Πινακοθήκης θα βρεθεί αντιμέτωπη με τη μεταφορά των έργων και την κατάργησή της.

Abstract

Η συμμετοχή των πολιτών στις διαδικασίες λήψεις αποφάσεων είναι μια ένδειξη υγιούς και δημοκρατικής τοπικής αυτοδιοίκησης. Δυστυχώς, λόγω διαφόρων περιορισμών τόσο χωρικών όσο και χρονικών, η συμμετοχικότητα δεν είναι πάντα η καλύτερη δυνατή. Το φαινόμενο μπορεί να γίνει εντονότερο σε αγροτικές και επαρχιακές περιοχές, όπου οι αποστάσεις και το δύσκολο οδικό δίκτυο δυσχεραίνουν τη συγκέντρωση των κατοίκων σε συγκεκριμένες τοποθεσίες και ώρες. Η συμμετοχικότητα μέσω ψηφιακών εφαρμογών δύναται να αντιμετωπίσει τέτοιου είδους προβλήματα και να συνεισφέρει θετικά στη λήψη αποφάσεων των τοπικών αρχών. Στη παρούσα εργασία παρουσιάζεται μια ψηφιακή εφαρμογή συμμετοχικού σχεδιασμού για το Δήμο Ζίτσας. Η εφαρμογή σχεδιάστηκε σύμφωνα με τις τελευταίες εξελίξεις στη τεχνολογία και εφαρμογή σχετικών δράσεων, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Δήμου. Με την εφαρμογή, οι πολίτες μπορούν γρήγορα και εύκολα να αναφέρουν προβλήματα που συναντούν στην καθημερινότητά τους και, παράλληλα, να συμμετέχουν ενεργά στην επίλυση αυτών μέσω ψηφιακής ψηφοφορίας και σχολίων.

Abstract

Τα τελευταία χρόνια, η αυξανόμενη ζήτηση για τουρισμό υπαίθρου έχει μετατρέψει τα μονοπάτια, υφιστάμενα και νέα, σε κύριους άξονες ανάπτυξης των περιοχών τις οποίες διασχίζουν. Αντικείμενο της παρούσας εργασίας αποτελεί η αναβίωση του Δερβενίου στο Δήμο Ζίτσας, του ιστορικού μονοπατιού που συνέδεε το λιμάνι της Σαγιάδας με την πόλη των Ιωαννίνων. Πραγματοποιείται σε πρώτο στάδιο η αποτύπωση του μονοπατιού, με βάση ιστορικά οδοιπορικά και δρομοδείκτες και η χαρτογράφησή του με βάση τις σύγχρονες τεχνικές προδιαγραφές των περιπατητικών μονοπατιών, καθώς το μεγαλύτερο κομμάτι του έχει πρακτικά χαθεί. Παράλληλα, διερευνώνται οι δυνατότητες αξιοποίησής του ως μορφή εναλλακτικού περιπατητικού τουρισμού και αναλύεται η σημασία της προβολής και προώθησής του μέσα από κατάλληλες δράσεις και πρακτικές.

Abstract

Τα τελευταία χρόνια, στον ευρύτερο Ελλαδικό χώρο, τα ανενεργά λατομεία, είναι μία συνηθισμένη εικόνα. Μία εικόνα απόλυτα ξερικής έκτασης και σεληνιακού τοπίου, η οποία, περιμετρικά, περιβάλλεται από πλούσια βλάστηση, συνήθως, κωνοφόρων και θαμνώδους βλάστησης, αλλά και από πλούσια πανίδα. Γίνεται λοιπόν αντιληπτή και αισθητή, η πλήρης αντιφατικότητα μεταξύ της λατομικής περιοχής και του εξωτερικού περιβάλλοντα χώρου, απτά, μέσω της οπτικής όχλησης που δημιουργεί η ίδια η συνολική εικόνα. Επομένως, για όσο χρονικό διάστημα τα λατομεία παραμένουν ανενεργά, αποτελούν ένα χωρικό και οπτικό πρόβλημα, τόσο για τον εκάστοτε Δήμο ή περιοχή στην οποία ανήκουν, όσο και για την τοπική κοινωνία η οποία βάλλεται λόγω του ότι, είτε δεν εργάζονται ντόπιοι σε αυτά, είτε δεν προσελκύεται κόσμος στην ευρύτερη περιοχή, λόγω της μη οποιασδήποτε αξιοποίησής τους. Τα ανενεργά και εγκαταλελειμμένα λατομεία, ως πρόβλημα, αντιμετωπίζεται μέσω της αποκατάστασής τους, η οποία δύναται να πραγματοποιηθεί με ποικίλους τρόπους και διάφορες μεθόδους. Εκτός όμως της αποκατάστασης της λατομικής περιοχής, υπάρχει παράλληλα και η δυνατότητα να αξιοποιηθεί με την εγκαθίδρυση χώρων ποικίλων δραστηριοτήτων αναψυχής, αθλητισμού και πολιτισμού. Παρόμοια παραδείγματα συναντούμε κυρίως διεθνώς αλλά και εντός συνόρων. Όσον αφορά στην παρούσα εργασία, θα εξετάσουμε το λατομείο της Κληματιάς του Δήμου Ζίτσας στο οποίο πραγματοποιήθηκε in situ έρευνα και μετρήσεις. Θα αναλυθούν οι δυνατότητες, οι προοπτικές αλλά και οι ενδεχόμενοι τρόποι αποκατάστασής του, έχοντας έναν κεντρικό άξονα, πάνω στον οποίο θα δομηθεί όλο το υπόλοιπο σχέδιο της πλήρους αποκατάστασης.

Abstract

Η Ζίτσα, είναι ένας οικισμός της Ηπείρου, με μοναδική φύση και πλούσια ιστορία. Με την πάροδο του χρόνου ο χαρακτήρας του χωριού άλλαξε και από αυτόνομος εμπορικός κόμβος του παρελθόντος, έγινε άλλος ένας οικιστικός δορυφόρος των Ιωαννίνων. Ο δήμος Ζίτσας, πρόσφατα, ενήργησε με σκοπό την αναζωογόνηση του εμπορικού δρόμου του οικισμού, φροντίζοντας τις όψεις των ερειπωμένων κτισμάτων που δημιουργούσαν εδώ και χρόνια μια εικόνα εγκατάλειψης. Με την παρούσα εργασία προτείνεται οι ενέργειες του δήμου Ζίτσας να προχωρήσουν ένα βήμα πιο μπροστά με παρεμβάσεις στον παλιό εμπορικό δρόμο του οικισμού, αποσκοπώντας στην ανάκτηση της φυσιογνωμίας του, με σεβασμό στις σύγχρονες ανάγκες τις τοπικής κοινωνίας. Η πρόταση περιλαμβάνει παρεμβάσεις ανάπλασης του εμπορικού δρόμου, και κατευθύνσεις αισθητικής βελτίωσης του μετώπου του δρόμου. Για τον σκοπό αυτό δημιουργήθηκε νέο τοπογραφικό διάγραμμα, πάνω στο οποίο εκπονήθηκε η αρχιτεκτονική προμελέτη ανάπλασης της οδού και των επιλεγμένων όψεων. Το εγχείρημα ολοκληρώθηκε με την σύνταξη του αναλυτικού προϋπολογισμού των εργασιών που προβλέπει η πρόταση, με στόχο την σύνταξη μιας ολοκληρωμένης μελέτης εφαρμογής.

Abstract

Ο κατασκηνωτικός θεσμός, οικείος στην πλειονότητα των Ελλήνων από τα παιδικά τους χρόνια, αποτελεί εμπειρία διασκέδασης, παιχνιδιού, χαράς και περιπέτειας. Μία δημιουργική εκπαιδευτική διαδικασία, που εκτός από ευχάριστο μαθησιακό βίωμα, είναι και σημείο αναφοράς στη διαμόρφωση ανεξάρτητων και γεμάτων αυτοπεποίθηση και ψυχική και σωματική υγεία παιδιών. Οι ορεινές κατασκηνώσεις, με το πλεονέκτημα των ιδιαίτερων στοιχείων του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος των βουνών, προσφέρουν έναν πολυσύνθετο χώρο απόδρασης, ειδικά για τα παιδιά των πόλεων. Στην παρούσα εργασία, εξετάζεται η ανάπλαση και μετατροπή του εγκαταλειμμένου Στρατοπέδου της Βροσίνας σε κατασκήνωση, μέσω της αξιοποίησης της φυσικής ομορφιάς της περιοχής, των δασών, των ποταμών και των γύρω βουνών της. Κεντρική ιδέα της πρότασης ανάπλασης είναι η αξιοποίηση του υφιστάμενου κτηριακού αποθέματος και των χρήσεών του. Παράλληλα και για την πλήρη αξιοποίηση των εγκαταστάσεων πέραν των θερινών μηνών, παρουσιάζεται η δυνατότητα χρήσης της κατασκήνωσης και από Κυνηγετικούς Συλλόγους που δραστηριοποιούνται στην περιοχή. Επιχειρείται, αντίθετα με την κοινώς αποδεκτή άποψη της κοινωνίας για τους κυνηγούς, να αναδειχθεί η θετική αποτίμηση που τελικά έχει η δράση τους για την περιφέρεια, την ανάπτυξη και την φύση.

Abstract

Η έννοια της προσβασιμότητας αποτελεί αντικείμενο έρευνας από πλήθος ερευνητών ως προς την μέτρηση και ποσοτικοποίηση της, η οποία ανάλογα με τους σκοπούς και τις ανάγκες μπορεί να μετρηθεί μέσα από ένα σύνολο δεικτών. Για τον προσδιορισμό της απομόνωσης στο Δήμο Ζίτσας δημιουργήθηκε ένα μοντέλο προσβασιμότητας, ειδικά για το Δήμο, χρησιμοποιώντας ως βάση τη γενικότερη μορφή των βαρυτικών μοντέλων προσβασιμότητας. Η συγκεκριμένη έρευνα δείχνει πως ο συνδυασμός της μεθόδου ιεράρχησης σημαντικότητας των αναγκών (Αhp Ex) καθώς και της μεθόδου Distance Decay «Φθορά της Απόστασης» παρέχει τα πιο ορθά αποτελέσματα για την προσβασιμότητα/απομόνωση του Δήμου Ζίτσας. Το μοντέλο που αναπτύχθηκε είναι προσαρμοσμένο στα χαρακτηριστικά του Δήμου καθώς έγινε μια ιδιαίτερα αναλυτική έρευνα για τον απολογισμό των υποδομών και υπηρεσιών εντός και στην ευρύτερη περιοχή του Δήμου.  Τέλος, αναδεικνύεται η επίδραση της απομόνωσης σε δύο σημαντικές αναπτυξιακές παραμέτρους – το ανθρώπινο δυναμικό και την οικονομία.

Abstract

Η διερεύνηση των τάσεων έλξης - απώθησης μεταξύ των αστικών κέντρων και των γύρω οικισμών τους, αποτελεί βασικό αντικείμενο του χωροταξικού σχεδιασμού. Στο πλαίσιο αυτό, στην εργασία εξετάζεται η σχέση αλληλεξάρτησης που αναπτύσσεται μεταξύ της πόλης των Ιωαννίνων και του οικισμού της Ελεούσας. Διερευνήθηκε η ιστορική και οικιστική εξέλιξη του οικισμού και αποτυπώθηκε η υφιστάμενη κατάσταση σε ότι αφορά στη δημογραφική φυσιογνωμία, στην πληθυσμιακή εξέλιξη, στις οικονομικές δραστηριότητες, στην απασχόληση και στις υποδομές του οικισμού της Ελεούσας. Μέσω επιτόπιας έρευνας, με ερωτηματολόγια, διερευνήθηκαν οι απόψεις ανθρώπων, τοπικών φορέων του οικισμού, σε ζητήματα και παραμέτρους που εξετάζουν τον βαθμό αυτονομίας-εξάρτησης του οικισμού από τα Ιωάννινα (εκπαίδευση, υγεία, αναψυχή, υποδομές κ.λπ). Η μελέτη αναδεικνύει τις παραμέτρους-κλειδιά που καθορίζουν το βαθμό αυτονομίας του οικισμού. Παρά το ότι σε σημαντικούς τομείς (π.χ. εκπαίδευση), η Ελεούσα εμφανίζει αυτονομία, σε άλλους (π.χ. εργασία, αναψυχή) εμφανίζει ισχυρή εξάρτηση από τα Ιωάννινα. Κρίνεται ότι, η αυτονομία του οικισμού μπορεί να ενισχυθεί μέσω ενός μακροχρόνιου στρατηγικού σχεδιασμού που θα συμβάλλει θετικά στην τοπική ανάπτυξη αξιοποιώντας το τοπικό φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον της Ελεούσας.