2016 - 2017

Greek

Σε πολλές ορεινές περιοχές, και κυρίως στην Ήπειρο, υπάρχει ο μύθος της Μονοβύζας, ο οποίος εμφανίζεται σε κείμενα και προφορικές αφηγήσεις. Σε κάθε περιοχή, σχεδόν, εμφανίζεται μια διαφορετική εκδοχή του μύθου, ωστόσο η κεντρική ιδέα διατηρείται παντού: η Μονοβύζα είναι μια γυναίκα πολύ δυνατή, με δυνάμεις πάνω από τις ανθρώπινες. Έχει ένα μόνο στήθος (εξού και το όνομά της) που το ρίχνει πίσω στην πλάτη. Έχει ένα γιο, τον οποίο χάνει, είτε γιατί τον αρπάζει δράκος είτε γιατί τον σκοτώνουν σε μάχη (ανάλογα την εκδοχή).

Η ανάρτηση των δασικών χαρτών έχει προκαλέσει πολυάριθμα ζητήματα σχετικά με τις υφιστάμενες χρήσεις γης. Εκτάσεις που αποδεικνύονται με αεροφωτογραφίες του 1945 /1960 πως ήταν αγροί, σήμερα εμφανίζονται με δασικό χαρακτήρα. Αίτημα των κατοίκων είναι να αποδοθούν ξανά για γεωργική χρήση. Η ανάπτυξη της αμπελουργίας στην Αμπελουργική Ζώνη της Ζίτσας έχει προσφέρει διεθνή αναγνώριση στις τοπικές ποικιλίες αμπέλου και οι οίνοι της περιοχής έχουν χαρακτηριστεί προϊόντα προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης (ΠΟΠ).

Η Πινακοθήκη Χαρακτικής «Κώστας Μαλάμος» του Δήμου Ζίτσας, αποτελεί την υλοποίηση του οράματός του για την πολιτιστική αποκέντρωση. Ο Μαλάμος υπήρξε σπουδαίος ζωγράφος αλλά και λάτρης της χαρακτικής και συλλέκτης χαρακτικών. Το 1995 γεννήθηκε η ιδέα για την Πινακοθήκη στη Ζίτσα και το 2006 ξεκίνησε η λειτουργία της. Έκτοτε, η συλλογή των χαρακτικών μεγεθύνεται και πλέον δεν επαρκούν οι εκθεσιακοί χώροι. Σημείο αναφοράς αποτελεί το συμπόσιο χαρακτικής το 2013.

Η συμμετοχή των πολιτών στις διαδικασίες λήψεις αποφάσεων είναι μια ένδειξη υγιούς και δημοκρατικής τοπικής αυτοδιοίκησης. Δυστυχώς, λόγω διαφόρων περιορισμών τόσο χωρικών όσο και χρονικών, η συμμετοχικότητα δεν είναι πάντα η καλύτερη δυνατή. Το φαινόμενο μπορεί να γίνει εντονότερο σε αγροτικές και επαρχιακές περιοχές, όπου οι αποστάσεις και το δύσκολο οδικό δίκτυο δυσχεραίνουν τη συγκέντρωση των κατοίκων σε συγκεκριμένες τοποθεσίες και ώρες.

Τα τελευταία χρόνια, η αυξανόμενη ζήτηση για τουρισμό υπαίθρου έχει μετατρέψει τα μονοπάτια, υφιστάμενα και νέα, σε κύριους άξονες ανάπτυξης των περιοχών τις οποίες διασχίζουν. Αντικείμενο της παρούσας εργασίας αποτελεί η αναβίωση του Δερβενίου στο Δήμο Ζίτσας, του ιστορικού μονοπατιού που συνέδεε το λιμάνι της Σαγιάδας με την πόλη των Ιωαννίνων.

Τα τελευταία χρόνια, στον ευρύτερο Ελλαδικό χώρο, τα ανενεργά λατομεία, είναι μία συνηθισμένη εικόνα. Μία εικόνα απόλυτα ξερικής έκτασης και σεληνιακού τοπίου, η οποία, περιμετρικά, περιβάλλεται από πλούσια βλάστηση, συνήθως, κωνοφόρων και θαμνώδους βλάστησης, αλλά και από πλούσια πανίδα. Γίνεται λοιπόν αντιληπτή και αισθητή, η πλήρης αντιφατικότητα μεταξύ της λατομικής περιοχής και του εξωτερικού περιβάλλοντα χώρου, απτά, μέσω της οπτικής όχλησης που δημιουργεί η ίδια η συνολική εικόνα.

Η Ζίτσα, είναι ένας οικισμός της Ηπείρου, με μοναδική φύση και πλούσια ιστορία. Με την πάροδο του χρόνου ο χαρακτήρας του χωριού άλλαξε και από αυτόνομος εμπορικός κόμβος του παρελθόντος, έγινε άλλος ένας οικιστικός δορυφόρος των Ιωαννίνων. Ο δήμος Ζίτσας, πρόσφατα, ενήργησε με σκοπό την αναζωογόνηση του εμπορικού δρόμου του οικισμού, φροντίζοντας τις όψεις των ερειπωμένων κτισμάτων που δημιουργούσαν εδώ και χρόνια μια εικόνα εγκατάλειψης.

Ο κατασκηνωτικός θεσμός, οικείος στην πλειονότητα των Ελλήνων από τα παιδικά τους χρόνια, αποτελεί εμπειρία διασκέδασης, παιχνιδιού, χαράς και περιπέτειας. Μία δημιουργική εκπαιδευτική διαδικασία, που εκτός από ευχάριστο μαθησιακό βίωμα, είναι και σημείο αναφοράς στη διαμόρφωση ανεξάρτητων και γεμάτων αυτοπεποίθηση και ψυχική και σωματική υγεία παιδιών. Οι ορεινές κατασκηνώσεις, με το πλεονέκτημα των ιδιαίτερων στοιχείων του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος των βουνών, προσφέρουν έναν πολυσύνθετο χώρο απόδρασης, ειδικά για τα παιδιά των πόλεων.

Η έννοια της προσβασιμότητας αποτελεί αντικείμενο έρευνας από πλήθος ερευνητών ως προς την μέτρηση και ποσοτικοποίηση της, η οποία ανάλογα με τους σκοπούς και τις ανάγκες μπορεί να μετρηθεί μέσα από ένα σύνολο δεικτών. Για τον προσδιορισμό της απομόνωσης στο Δήμο Ζίτσας δημιουργήθηκε ένα μοντέλο προσβασιμότητας, ειδικά για το Δήμο, χρησιμοποιώντας ως βάση τη γενικότερη μορφή των βαρυτικών μοντέλων προσβασιμότητας.